
Η συμμετοχή μου στον ανοιχτό περίπατο Open Walk Athens των Atenistas στις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας την Κυριακή που μας πέρασε, έγινε η αφορμή να αναρωτηθώ πόσοι από τα 4 εκατομμύρια και πλέον πολίτες που ζουν, εργάζονται ή επισκέπτονται την Αθήνα, γνωρίζουν πραγματικά την πόλη και τις αυθεντικές χαμένες της ταυτότητες.
Ακολουθώντας την προτεινόμενη διαδρομή, βρέθηκα στη συνοικία Γεράνι, μια πολύ γνώριμη και πολύ ζωντανή κάποτε γειτονιά της Αθήνας, που βρίσκεται πίσω από το δημαρχιακό μέγαρο και σήμερα είναι το κέντρο της μπαγκλαντέζικης κοινότητας.
Σε αυτή τη γειτονιά που, ως τη δεκαετία του 1980 περίπου, ήταν γεμάτη από τυπογραφεία και τυπώνονταν οι πιο γνωστές εφημερίδες και περιοδικά, δύο βήματα από την Πολυκλινική Αθηνών, που τότε ήταν ίσως η μοναδική δημόσια δομή πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας κάτι σαν προάγγελος του ΕΣΥ, επί της οδό Σωκράτους στον αριθμό 39 υπάρχει ακόμη, ανακαινισμένο αλλά ίδιο όπως παλιά, ένα κτίριο που είναι γεμάτο από αγαπημένες μνήμες από τα δικά μου παιδικά χρόνια.
Ο 4ος όροφος του κτιρίου, πάνω ακριβώς από το Ταμείο Εμπόρων που ήταν στον 3ο, φιλοξενούσε για δεκαετίες και ως το τέλος της δεκαετίας του 1980 την βιοτεχνία ενδυμάτων του δικού μου μπαμπά, που ένα φεγγάρι έφτασε να απασχολεί 40 εργαζόμενους, ενωμένοι και αγαπημένοι όλοι σαν μια οικογένεια.
Μετά, όταν άνοιξε το εμπόριο, ήρθαν οι πολυεθνικές και οι εισαγωγές και ξεκίνησε η κάτω βόλτα όπως συνήθιζε να λέει, μέχρι που η επιχείρηση έκλεισε μαζί με τη συνταξιοδότηση του μπαμπά.
Είναι θεαματικό πως μια μικρή βόλτα ξαναζωντάνεψε μπροστά μου την ταυτότητα μιας παλιάς γειτονιάς της Αθήνας της δεκαετίας του 1960, που έχει χαθεί.
Είναι θεαματικό πώς γύρισα 50 χρόνια πίσω και ξαναθυμήθηκα τα πάντα, σαν να ήταν χθες.
Την είσοδο της πολυκατοικίας με τις σιδεριές, ίδια έως σήμερα, που έβγαζε σε μια μικρή εσωτερική στοά, κάτι σαν μικρή πυλωτή.
Το καφενεδάκι μέσα στη στοά, απέναντι από το παμπάλαιο ασανσέρ, που κλασικά δινόταν η ίδια παραγγελία, κάθε φορά που πηγαίναμε για επίσκεψη ή όταν πήγαινα μαζί του από το πρωί στη δουλειά, τάχα για να τον βοηθήσω, όταν δεν είχα σχολείο: Βυσινάδα, υποβρύχιο, ή γλυκό του κουταλιού.
Τον ήχο από τις ραπτικές μηχανές, τα τόπια τα κασμίρια, τα τεράστια ψαλίδια χειρός και μηχανής, τα τραπέζια κοπής και ο μπαμπάς που τοποθετούσε με χειρουργική δεξιότητα τα υφάσματα το ένα πάνω στο άλλο και κυριολεκτικά τα χάιδευε για να τα ισιώσει πριν τα κόψει με τα πατρόν.
Το σουβλατζίδικο και το μικρό εστιατόριο στη στοά του Ειρηνοδικείου στη Λυκούργου, που πηγαίναμε με το μπαμπά στο διάλειμμα για φαγητό.
Τα μελομακάρονα κάθε Χριστούγεννα από το ζαχαροπλαστείο Ρωσσικόν στην οδό Πανεπιστημίου, που θυμάμαι με εντυπωσίαζε το πολύ όμορφο χάρτινο κουτί του.
Νοσταλγίες μιας παλιάς αγαπημένης εποχής και του πιο αγαπημένου δικού μου ανθρώπου από την παιδική μου ηλικία, που από τη μνήμη μου δεν έχουν και δεν πρόκειται να σβήσουν